- ισοσταθμώ
- (Α ἰσοσταθμῶ, -έω) [ισόσταθμος]είμαι ή γίνομαι ίσος στο βάρος με κάποιον άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσοστάθμῳ — ἰσόσταθμος equal in weight masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοσταθμίζω — 1. κάνω δύο πράγματα να έχουν το ίδιο βάρος, τά φέρνω σε ισορροπία μεταξύ τους, ισοζυγίζω 2. (αμτβ.) ισοσταθμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσόσταθμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον Φ. Φουρναράκη] … Dictionary of Greek
ισοστατώ — ἰσοστατῶ, έω (Α) ισοσταθμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + στατῶ (< στάτης < ἵστημι), πρβλ. επανα στατώ χορο στατώ] … Dictionary of Greek